επιστολογραφικός

επιστολογραφικός
-ή, -ό
1. που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολογραφία ή τον επιστολογράφο.
2. το θηλ. ως ουσ., επιστολογραφική η επιστολογραφία (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιστολογραφικός — ή, ό (ΑΜ ἐπιστολογραφικός, ή, όν) [επιστολογράφος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολογραφία ή στον επιστολογράφο 2. το θηλ. ως ουσ. η επιστολογραφική η τέχνη τού να γράφει κανείς επιστολές ή επιστολογραφία …   Dictionary of Greek

  • ἐπιστολογραφικῶν — ἐπιστολογραφικός used in writing letters fem gen pl ἐπιστολογραφικός used in writing letters masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστολογραφικήν — ἐπιστολογραφικός used in writing letters fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”